Δεκατριάχρονη από την Κρήτη κέρδισε σε Παγκόσμιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας


“Θα ήθελα να συνεχίσω να γράφω και μια μέρα να μεταφράσω Άμλετ”, είπε η Μαρίτα Δατσέρη

 Είναι 13 ετών, μόλις ολοκλήρωσε την A’ Γυμνασίου, αγαπάει τα ιστορικά βιβλία και απολαμβάνει να διαβάζει Βιζυηνό και Καβάφη.

Η Μαρίτα Δατσέρη από το 5ο Γυμνάσιο Ηρακλείου, είναι το κορίτσι που έλαβε το πρώτο βραβείο μεταξύ συμμετεχόντων της ηλικίας της, στον 17ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, τον οποίο προκήρυξε η Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος με αφορμή τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.

Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μαρίτα Δατσέρη μοιράστηκε την εμπειρία που έζησε εν μέσω καραντίνας, εξηγώντας πώς η γνώση και το γράψιμο κατάφεραν να την κάνουν να νιώσει ελεύθερη, ακόμη και με την εφαρμογή των αυστηρών περιοριστικών μέτρων.

“Ήταν μια δύσκολη χρονιά που αναγκαστήκαμε να την περάσουμε μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή. Νομίζω, όμως, ότι ταξίδια μπορεί να κάνει κανείς τόσο με την σκέψη όσο και με τη φαντασία. Εγώ τουλάχιστον έτσι προσπάθησα να ταξιδέψω και σε αυτό με βοήθησε το διήγημα που έγραψα. Εξαιτίας αυτού, κατάφερα αρκετές στιγμές να ξεχάσω τη μουντή καθημερινότητα”, είπε η 13χρονη Μαρίτα, η οποία όπως εξήγησε, παροτρύνθηκε από τις καθηγήτριες της -Μαρία Μάρκου και Χαρίκλεια Πεδιαδίτου- να συμμετέχει στο διαγωνισμό, ενώ εμπνεύστηκε από μια εργασία που είχε ήδη εκπονήσει για το μάθημα των Νέων Ελληνικών, αλλά και από τα πορτραίτα των ηρώων της επανάστασης στο διάδρομο του σχολείου της.

“Στο διήγημά μου τα πορτραίτα των ηρώων του 1821 ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μου. Είναι ζωντανοί, στέκονται μπροστά μου και συνομιλούν μαζί μου. Περιγράφω όσα μου λένε. Με παραπέμπουν ο ένας στον άλλον και από τα απομεινάρια της μάχης στο Σούλι, βρίσκομαι στη θάλασσα και τον Κανάρη και αμέσως μετά δίπλα στον Κολοκοτρώνη και την Μαντώ Μαυρογένους που κοιτάζει τον Υψηλάντη.

Περιγράφω όσα βλέπω και ακούω δίπλα τους. Δίπλα στους ήρωες του 1821 που πολέμησαν για το ιδανικό της ελευθερίας, χωρίς να υπολογίσουν το κόστος”, είπε η 13χρονη μαθήτρια, που ολοκληρώνοντας το ταξίδι του διηγήματος, σχεδόν αφοπλιστικά ανέφερε ότι βλέποντας σήμερα πώς είναι οι συνθήκες, οι ήρωες του 1821 μάλλον δεν θα ήταν πολύ ευχαριστημένοι.

“Νιώθω ότι οι νέες γενιές, τους έχουμε ξεχάσει. Ότι δεν τους τιμάμε όσο θα έπρεπε, αν σκεφτούμε πόσο σπουδαίο ήταν αυτό που εκείνοι μας χάρισαν”, τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η 13χρονη νικήτρια του Παγκόσμιου Διαγωνισμού Λογοτεχνίας, η οποία με σιγουριά εξήγησε ότι οι ηρωικές προσωπικότητες του 1821 “θα μας έλεγαν σήμερα, ότι πρέπει και εμείς να δίνουμε τις δικές μας μάχες για την ελευθερία, ως το ανώτερο των ιδανικών”.

Η νεότερη ιστορία, όπως σημείωσε, είναι από τις αγαπημένες της περιόδους. Έχει διαβάσει πολύ γι’ αυτήν και νιώθει ότι η εξοικείωση με τους ήρωες του 1821 -μετά και το διήγημά της- έχει μετατραπεί σε μια ιδιότυπη “φιλία”.

Πληροφορήθηκε πριν από λίγες ημέρες τα αποτελέσματα του διαγωνισμού και η χαρά της ήταν μεγάλη. “Περισσότερο χάρηκα που κάποιοι άνθρωποι, βρήκαν ενδιαφέρον αυτό που εγώ αγάπησα και έγραψα με ενθουσιασμό”, εξήγησε η 13χρονη Μαρίτα, που χωρίς να λησμονήσει όσους την στήριξαν, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην οικογένεια και τις καθηγήτριές της.

ΜΑΘΗΤΡΙΑ - ΗΡΑΚΛΕΙΟ

Θα ήθελα να συνεχίσω να γράφω και μια μέρα να μεταφράσω Άμλετ“, είπε η Μαρίτα Δατσέρη και πρόσθεσε ότι μέσα στα σχολεία, όπου υπάρχει αυτό που αποκαλείται σχολικός εκφοβισμός ή βία, την ίδια ώρα υπάρχουν τα βιβλία, η γνώση, η φιλία και τα ιδανικά.

“Το μήνυμα που πρέπει να στείλουμε και που είναι αυτό που μας εμπνέει το ιδανικό της ελευθερίας, είναι ότι μέσα από ένα βιβλίο ή το γράψιμο, ο κόσμος μπορεί να αλλάξει. Δεν αλλάζει με το πείραγμα, ή με την προσπάθεια να γίνει κάποιος αγαπητός ή αρεστός σε όλους”, συμπλήρωσε η 13χρονη που ολοκληρώνοντας συνέδεσε τον αγώνα των ηρώων του 1821, με την αδιάκοπη προσπάθεια που καταβάλλουν οι λαοί για την ελευθερία.

“Αν επικεντρωθούμε στη γνώση, τα βιβλία και τα θρανία, ίσως αντιληφθούμε ότι αυτός είναι ο τρόπος για να δώσουμε τη νέα μας μάχη για την ελευθερία, ακόμη και απέναντι στην πανδημία”, ανέφερε αφοπλιστικά, παραπέμποντας στο Γιώργο Σεφέρη: “Κοινό του λαού είναι ο αγώνας για την ελευθερία”.

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ακολουθεί το διήγημα της Μαρίτας Δατσέρη με το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο. Η μαθήτρια συμμετείχε στον διαγωνισμό με το ψευδώνυμο ΚΙΤΑ ΜΕΚΙΑΛΟ.

Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΤΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥ

Περπατώ στον διάδρομο του σχολείου στολισμένο με τα πορτρέτα των ηρώων της Επανάστασης. Κοιτάζω τις μορφές στα μάτια και σκέφτομαι… Πρόσωπα σκυθρωπά. 200 χρόνια μετά. Τι να ήταν αυτοί οι άνθρωποι που έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν γι αυτόν τον λαό, γι αυτή την πατρίδα. Που πάλεψαν με τόσο πάθος τόσο σφρίγος, και αυταπάρνηση. Έγιναν όλοι ίσοι διότι δεν είχαν άλλο αγαθό παρά τον αγώνα τους για Ελευθερία.
Και ξαφνικά, όλοι οι θόρυβοι της καθημερινότητας εξαφανίζονται ως δια μαγείας. Οι τοίχοι υψώνονται και μοιάζουν να θέλουν να αφηγηθούν. Εδώ υπάρχει μια παράξενη γαλήνη που τρομάζει. Το μόνο πράγμα που μπορώ να ακούσω είναι οι ανεπαίσθητοι ψίθυροι  των επαναστατημένων, τα σχέδιά για τις επιθέσεις τους, αλλά ακόμα και τα κρυφά παράπονα της Μαντώς… Μυρίζω καπνό που σιγοκαίει απ΄ το τσιμπούκι του Αλή Πασά, το κάρβουνο που καίγεται και το χώμα το βρεγμένο από τη βροχή που μόλις έχει πέσει. Ακούω τις πατημασιές των αλόγων και τουφέκια.
Και τότε τον βλέπω. Σαν σκιά προβάλει μπροστά μου μέσα από τους πυκνούς καπνούς. Είναι αρματωμένος πάνω σ’ ένα μαύρο άλογο και σιγοψιθυρίζει τον Θούριο. Φοράει μια μαύρη περικεφαλαία που από μέσα γλιστρά μια γκρίζα χαίτη. Βγάζει την περικεφαλαία και τον αναγνώρισα… ήταν ο Γέρος του Μοριά! Ακούω την βροντερή φωνή του «Ορμήστε» φώναξε. Και άλογα, στρατιώτες, Έλληνες, φιλέλληνες τον υπάκουσαν. Τότε τον βλέπω να μου γνέφει… Από δέος υποκλίνομαι σε αυτόν τον ιερό βράχο της επανάστασης. Τότε τον ακούω να μου λέει «Είσαι Έλληνας τι προσκυνάς. Σήκω  απάνω! Εμείς και στους Θεούς όρθιοι μιλάμε…».
Με χαιρετάει με τα μελαγχολικά μαύρα μάτια του και χάνεται στην μάχη.
Πυροβολισμοί αίμα, φωνές, κραυγές, κλαγγές αλόγων. Κι όσο χανόμουν στο χάος του πολέμου ακούω μια γυναικεία φωνή. Βλέπω μια αρχοντική, ψηλή γυναίκα με λευκό δέρμα, μαύρα μαζεμένα μαλλιά. «La bella Greca» (η όμορφη Ελληνίδα) την φωνάζουν. Και ξέρω ότι είναι η Μαντώ Μαυρογένους. Η ομορφιά όμως ξεχνιέται όταν δεν συνοδεύεται από μια φλογερή προσωπικότητα. Και η Μαντώ τα έχει όλα. Είναι αποφασιστική και δεν ζητά ποτέ τίποτα. Θα διεκδικούσε όμως τα πάντα μέχρι τέλους. Η Μαντώ είχε μπροστά της έναν ολόκληρο στρατό να διαφεντεύει. Είναι λαλίστατη. Το βλέμμα χιλιάδων  ανδρών ήταν πάνω της. Και τους μαγνήτιζε χωρίς να είναι δεσποτική..
Τότε σταματάει να μιλάει. Το βλέμμα της καρφώνεται σε έναν άνδρα που στέκεται παραδίπλα. Με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο την ακούω  να  ψιθυρίζει «Ήσουν γενναίος στον πόλεμο Υψηλάντη μα δειλός στην αγάπη». Τότε χάθηκε από μπροστά μου. Σαν ένα όνειρο που πράγματι υπήρξε…
Προχωρώ μες τα απομεινάρια της μάχης γεμάτη περιέργεια να δω ποιος ήταν αυτός ο άνδρας …
Τότε αντίκρισα τον πιο όμορφο άσχημο άνδρα που έχω δει ποτέ. Ήταν ο πρίγκιπας  Υψηλάντης. Μικρόσωμος, ντυμένος με βασιλικά ρούχα ένα κόκκινο κουστούμι με χρυσά κουμπιά. Ματιά θλιμμένη και ταπεινή κι ένα ξανθό μουστάκι που στο τέλος άσπριζε σαν απ’ τις κακουχίες την ζωής. Ο πρίγκιπας είχε απαρνηθεί τα μετάξια για να πολεμήσει για τον λαό του. Έμοιαζε εύθραυστος. Με κοίταξε, σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του και χάθηκε. Αποχαιρέτησα τότε κι εγώ τον ατελέσφορο έρωτα Μαυρογένους – Υψηλάντη, που γεννήθηκε από την δίψα και των δύο για ελευθερία.

Ακούω τότε μπουμπουνητά, ο ουρανός σκοτεινιάζει, γκρίζα σύννεφα απλώνονται και αρχίζει να ρίχνει δυνατή βροχή. Ένα παράξενο ένστικτο με οδηγεί χωρίς να ξέρω που και πώς πηγαίνω. Μυρίζω στον αγέρα την αλμύρα. Το ένστικτο της Ελληνοπούλας με είχε οδηγήσει εκεί. Ήμουν κοντά στη θάλασσα. Τα κύματα σκάνε σχεδόν στο πρόσωπό μου και ακούω τη φουσκοθαλασσιά ανάκατη με τις κανονιές και τα αστροπελέκια. Μέσα από τα μπουρλότα και τις φωνές Ελλήνων ξεπροβάλει μπροστά μου ο θαλασσινός. Η μορφή του Κανάρη μέσα από τα κύματα.  Ένα επιβλητικό παλικάρι, ξυπόλυτος με ένα άσπρο πουκάμισο που φούσκωνε απ΄ τον αγέρα και ένα κόκκινο μαντίλι ν΄ ανεμίζει στο λαιμό του. Τα πόδια του σέρνονται απ’ τον δυνατό βοριά μέχρι κι αυτόν τον συνέπαιρνε… Σάλταρε σε εκείνο το θεόρατο καράβι και χάθηκε από μπροστά μου. Εγώ έμεινα στην πλώρη του πλοίου εκστασιασμένη… Μα απ’ την ώρα που τον έχασα απ΄ τα μάτια μου όλα είχαν σωπάσει. Δεν άκουγα ούτε αγέρα, ούτε θάλασσα ούτε προσταγές… Ώσπου ακούω μια έκρηξη. Γυρίζοντας τη ματιά μου, βλέπω την Τουρκική ναυαρχίδα να καίγεται. Οι Οθωμανοί έπεφταν στην θάλασσα και χανόταν… Κι ο Κανάρης πάνω σε ένα ψαροκάικο να φωνάζει παθιασμένα «Απόψε Κωνσταντή θα πεθάνεις για την Ελλάδα»..
Έτσι χάθηκε στην ομίχλη…
Και τότε τα κύματα της φαντασίας με οδηγούν στα άγρια απότομα με αιχμηρές κορυφές όρη του Σουλίου. Τότε τις βλέπω. Σκιές, αδύναμες, άοπλες έναντι της ζωής με σταυρωμένα τα λεπτά χέρια τους και μια-μια, αποχαιρετούσε την ζωή… με ένα βήμα σαν σε χορό… Ενέδιδαν στον θάνατο για να μην πέσουν στα χέρια του Πασά. Επέλεξαν την Ελευθερία έστω και αν αυτή σήμαινε την άρνηση της Ζωής.
Συνεχίζω να περπατώ και αντικρίζω έναν άνδρα να πασχίζει να κάνει ένα βήμα και να πέφτει στο έδαφος… αφήνοντας έναν απελπιστικό γδούπο. Προσπάθησα να δω το πρόσωπό του  για να τον βοηθήσω όμως δεν μπόρεσα… Σαν σκιά χανόταν στην ομίχλη. Δεν είδα την μορφή αυτού του ιερού λιονταριού. Ήταν ένας επαναστάτης που είχε χαθεί στον χρόνο και προσπαθούσε να μας θυμίσει την ύπαρξή του… Όμως ο ανελέητος χρόνος τον είχε καταπιεί… Τον αποχαιρέτησα ζητώντας του συγγνώμη που δεν ήξερα ούτε τ’ όνομά του.
Κάρβουνο, μπαρούτι, θάλασσες, τουφέκια, επαναστάτες κι επαναστάσεις, κραυγές και όρκοι, ξαφνικά όλα έχουν γίνει άφαντα… Έψαχνα να βρω κάτι που να μου θυμίσει αυτήν την εποχή. Που ήταν αυτά τα ιερά τέρατα… Δεν έζησα μαζί τους με την φαντασία μου μονάχα. Αλλά έζησα στ΄ αλήθεια. Γεννήθηκα στις ίδιες θάλασσες, βλέπω τα ίδια βουνά, τον ίδιο ήλιο που έβλεπαν κι εκείνοι, μιλώ την γλώσσα που μιλούσαν κι εκείνοι απαράλλαχτη. Ζω στον τόπο που μεγαλούργησαν και νιώθω ευλογία γι αυτό…
Στις μέρες μας όσο κι αν έχουν γκρεμιστεί βασίλεια, έχουν εκθρονιστεί βασιλείς και έχουν απομυθοποιηθεί είδωλα, οι ήρωες της επανάστασης έχουν μείνει αδιαφιλονίκητοι αποτελώντας ένα ιερατείο για εμάς τους Έλληνες. Συνεχίζουν να μας εμπνέουν και να μας καθοδηγούν. Το αγωνιστικό τους πνεύμα, η πίστη και η αφοσίωσή  τους σε αυτά που αγάπησαν έχει περάσει στις φλέβες μας και πρέπει 200 χρόνια μετά ως Έλληνες να εξασφαλίσουμε την διαιώνισή της ιστορίας τους, της ιστορίας μας.

ekriti.gr

Νεότερη Παλαιότερη