Ανοίγουν οι πόρτες της θρυλικής βίλας Ιόλα

iolas6

Η τύχη της βίλας Ιόλα είναι ένα από τα μείζονα θέματα του Δήμου Αγίας Παρασκευής. Είναι η έπαυλη Ιόλα μια χαμένη ευκαιρία για την πόλη; Θα απαλλοτριωθεί; Ποια θα είναι τελικά η τύχη της;

Μπορεί οι εκάστοτε δήμαρχοι της πόλης να διεκδίκησαν το κτήμα Ιόλα, ίσως κάποιοι να κατηγορούνται ότι ολιγώρησαν στον αγώνα αυτόν, όπως και να έχει, το σπίτι του Αλέξανδρου Ιόλα αποτελεί τεράστια πολιτιστική κληρονομιά για τον τόπο. Τις τελευταίες μέρες, μια χρωματιστή πινελιά «έπεσε» στον καμβά της γκρίζας ιστορία της ρημαγμένης βίλας κι έφερε χαμόγελα στους λάτρεις της Τέχνης. Αμέσως μετά τις εκλογές το θρυλικό σπίτι θα ανοίξει για πρώτη φορά τις πόρτες του στον κόσμο για να φιλοξενήσει θεατρική παράσταση με θέμα τη ζωή του σπουδαίου καλλιτέχνη. Είκοσι επτά χρόνια μετά το θάνατό του, ο μύθος του Αλέξανδρου Ιόλα, αναβιώνει ξανά! Το σπίτι του Αλέξανδρου Ιόλα στην Αγία Παρασκευή, η βίλα η οποία φιλοξένησε τα μεγαλύτερα ονόματα της Τέχνης και του Πολιτισμού καθώς και 10.000 έργα Τέχνης, λεηλατήθηκε, ερημώθηκε και καταληστεύτηκε μετά τον θάνατό του το 1987. Πλέον επιστρέφει ξανά στα πολιτιστικά δρώμενα.

Ο αμφιλεγόμενος ιδιοκτήτης 

Απορρίφθηκε από την κυρίαρχη λογική, μυθοποιήθηκε από κάποιους, λαβώθηκε ανεπανόρθωτα από τον Τύπο, αγνοήθηκε από την πολιτεία κι έφυγε βαθιά απογοητευμένος από τους Έλληνες. Αυτός ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας. Μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της διεθνούς εικαστικής σκηνής που καθόρισε τη σύγχρονη τέχνη, ο άνθρωπος που αγαπούσε τα άκρα και μισούσε τη μετριότητα, «ένας άνθρωπος που πήγαινε κόντρα στους θυμωμένους ωκεανούς» όπως έλεγε για αυτόν ο Max Ernst. Ήταν πάντα επί σκηνής, πρώτα ως χορευτής, έπειτα ως καλλιτεχνικός διευθυντής μπαλέτου, τέλος ως ιμπρεσάριος τέχνης. Αλεξανδρινός, αγαπούσε την αντίφαση, ζώντας και στα παλάτια και στην αγορά. Αυτός ο συνδυασμός του λαϊκού και του κοσμοπολίτικου, του εκλεπτυσμένου και του φτηνού, τον σημάδεψε. Τον αποκάλεσαν «Μέγα σουρεαλιστή» και πράγματι έζησε και πέθανε σουρεαλιστικά. Στο τέλος ένα χάος! Ούτε διαθήκη, ούτε συλλογή. Μόνο πίκρα, μοναξιά και το παράπονο ότι η Ελλάδα τον πλήγωσε. Οι κατηγορίες που του αποδόθηκαν σκληρές: Αρχαιοκάπηλος, παιδεραστής, προαγωγός, έμπορος ναρκωτικών. Κατηγορίες που δεν αποδείχτηκαν ποτέ. Δημοσιεύματα, εμπάθεια, εμμονή και μια άρνηση από την Πολιτεία να αποδεχτεί τα 10.000 έργα που επιθυμούσε να αφήσει κληρονομιά στη νέα γενιά των Ελλήνων. Τι απέμεινε; Ένα ζωντανό γλυπτό (έτσι τον χαρακτήριζε ο Andy Warhol), με την επιγραφή «Μη βλέπεις την τέχνη με τα μάτια, μα με την ψυχή».

Ο Νίκος Σταθούλης, ο δημοσιογράφος και σύμβουλος Τέχνης που έζησε κοντά στον Ιόλα και έγραψε τη βιογραφία του, μάς μιλά για τον σπουδαίο φίλο, καλλιτέχνη, άνθρωπο που όσο πολύ έλαμψε με την αγάπη του για την Τέχνη και την πατρίδα του, τόσο πολύ αδικήθηκε από αυτήν. Μέσα από την αφήγησή του, ζούμε την ιστορία του άνδρα που άλλαξε την ιστορία της Τέχνης για πάντα!

Η γνωριμία με τον Ιόλα

«Ήμουν δημοσιογράφος στο περιοδικό ‘’ΕΝΑ’’ του Παύλου Μπακογιάννη. Με φωνάζει μια μέρα στο γραφείο του και μου λέει: -«Θα πας να κάνεις το πορτραίτο του συλλέκτη, Αλέξανδρου Ιόλα. Δε θέλω συνέντευξη, πορτραίτο θέλω»! Ο Ιόλας με δέχτηκε στο σπίτι του στην Αγία Παρασκευή. Όταν μπήκα έμεινα κατάπληκτος! Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν μια γκροτέσκο σκηνή. Ο Ιόλας ξαπλωμένος στο ανάκλιντρό του, σε ένα αρχαιοελληνικό δωμάτιο, να βάζει πούδρα στο πρόσωπό του. Έπαθα σοκ! Το κατάλαβε από τον μορφασμό μου. «Παιδί μου. Πομάδες. Πομάδες», επανέλαβε. Δεν ήξερα αν έπρεπε να αηδιάσω ή να γελάσω. Συγχρόνως έδωσε εντολή στη Σούλα, την οικονόμο του σπιτιού, να μου δείξει το Μουσείο. Ξαφνικά όλα αυτά τα έργα που έβλεπα στα βιβλία Τέχνης, τα είχα μπροστά μου. Μπορούσα να αγγίξω έναν Picasso. Έναν Calder. Έναν Duchamp. Συγκλονιστικό! Δύο εβδομάδες μετά, έλαβα στο γραφείο μου έναν φάκελο, όπου μέσα υπήρχε ένα αεροπορικό εισιτήριο μετ’ επιστροφής για τη Θεσσαλονίκη με το όνομά μου. Ήταν μια πρόσκληση του Αλέξανδρου Ιόλα.

Στο αεροδρόμιο θα με περίμενε ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, ο οποίος ήταν κι εκείνος προσκεκλημένος του Ιόλα, για τα εγκαίνια του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης. Ο Αλέξανδρος Ιόλας είχε κάνει μια μνημειώδη δωρεά, 50 περίπου μουσειακών έργων της συλλογής του, σημαντικών Αμερικανών, Ευρωπαίων και Ελλήνων καλλιτεχνών. Αποδέχτηκα την πρόσκληση. Νωρίς το απόγευμα βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη. Μου έδειξε να καθίσω δίπλα στην πολυθρόνα του. Τον χαιρέτησα. Ήταν μεγάλη η έκπληξή μου, όταν πήρα τα χέρια του, στα χέρια μου. Ήταν αποστεωμένα, γεμάτα στίγματα της ηλικίας, ωστόσο τόσο ζεστά και μαλακά, σα μικρού παιδιού κι έκαναν θερμή τη χειραψία μας. -«Λοιπόν, κύριέ μου, είστε έτοιμος να μου γράψετε την βιογραφία μου;» Σάστισα! -«Εγώ να σας κάνω τη βιογραφία;» Το δωμάτιό του ήταν γεμάτο από ανθοδέσμες που του είχαν στείλει φίλοι του από τη Θεσσαλονίκη. Εκείνος σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την μπαλκονόπορτα που έβλεπε την Πλατεία Αριστοτέλους. -«Δείτε, τι ωραίοι άνθρωποι, πόσο όμορφα περπατάνε. Δείτε περηφάνια οι Μακεδόνες..» -«Ναι, έχετε δίκιο», είπα κοιτάζοντας κι εγώ από το παράθυρο. Ποτέ μου δεν είχα προσέξει πως περπατάνε οι Μακεδόνες…

Ήμουν στη δεύτερη δεκαετία της ζωής μου όταν γνώρισα τον Αλέξανδρο Ιόλα. Έναν Μαικήνα της τέχνης. Ραδιούργο. Είρων. Οξυδερκή. Αυθάδη. Τολμηρό. Εκρηκτικό. Αδίστακτο. Όπως ο Σωκράτης στους μαθητές του, εκμαίευε από μένα ό, τι καλύτερο. Όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους καλλιτέχνες του τους οποίους ωθούσε να δημιουργήσουν συγκεκριμένα έργα τέχνης που εκείνος «έβλεπε» και «ζούσε», πριν εκείνοι αρχίσουν να δουλεύουν τα υλικά τους. Τυχοδιώκτης. Που ανήκε στο 2050 και μετά. Φίλος. Πολυτιμότερος και από ένα πανάκριβο κόσμημα. Πνευματικός πατέρας. Δε μου πήρε πολύ χρόνο να αναγνωρίσω τη πραγματική μεγαλοφυΐα του. Με πήγε στο Λούβρο. Στο ΜΟΜΑ. Στο Μπομπούρ. Στεκόταν μπροστά στα έργα και μου έλεγε να κοιτάξω. Η σιωπή του μου δίδαξε πολλά περισσότερα απ’ ότι θα μου έλεγε το πιο σοφό κουβεντολόι. Σχεδόν σε όλους τους φίλους του το ίδιο έκανε. Τους πήγαινε στα μουσεία και τους έλεγε να κοιτάζουν τα έργα και να μη μιλούν. Υπήρχαν σχεδόν κοινότοπα στοιχεία που καθόριζαν το στυλ του και τη ζωή του. Οι άντρες με τους οποίους ήταν ερωτευμένος, οι καλλιτέχνες οι οποίοι λειτουργούσαν καταλυτικά στη δημιουργικότητά του, το σπίτι του στην Αγία Παρασκευή, οι φίλοι του και η «αυλή» του, η οποία ήταν γενναιόδωρη σε θαυμασμό και κατανόηση, ιδίως τη περίοδο του διασυρμού του και τα σκυλιά του η Φρύνη και η κόρη της Αυγή που τον συντρόφευαν στις βόλτες του στου στους κήπους του σπιτιού του. Ένας πνευματικός και ένας κοινωνικός περίγυρος ήταν η ιδιωτική του ζωή. Από τη μια οι καλλιτέχνες, οι ποιητές, οι συνθέτες, οι συγγραφείς. Από την άλλη συλλέκτες, εφοπλιστές, αρχηγοί κρατών, πρίγκιπες, βασιλείς, χρηματιστές, διευθυντές μουσείων. Διέκρινα από την πρώτη στιγμή το πάθος στα λόγια του. -«Τι θέλετε να λέει το βιβλίο; Τις καλές σας μόνο στιγμές; Ποιόν Ιόλα θα αναφέρει;» -«Θα γράψεις τα πάντα. Αλλά με τρόπο κομψό! Δεν είχα απλή ζωή. Είναι μυθιστόρημα η ζωή μου. Το παράδοξο επικράτησε στη ζωή μου ή μάλλον δεν είχα μια ζωή. Πολλές είχα», είπε σκεφτικός. -«Τι σκέφτεστε;» τον ρώτησα. -«Ότι το βιβλίο πρέπει να διαβάζεται σαν μυθιστόρημα από τους καλλιτέχνες, τους ηθοποιούς, τους χορευτές, τους αλήτες, τους ζιγκολό, τους νταβατζήδες, τους γκαλερίστες και τα αφεντικά σκυλιών». Τον κοίταξα απορημένος. «Πως το λένε παιδί μου… Πώς να στο πω… Πρέπει να διαβάζεται ευχάριστα, από οποιονδήποτε άνθρωπο, ο οποίος έχει σοβαρό έργο ζωής… Ακόμα κι από τις χαρτορίχτρες.» Σάστισα για ακόμη μια φορά αλλά διέκρινα ότι έχει ενδιαφέρον αυτή η γνωριμία. Άλλωστε η ίδια η ζωή του ήταν ένα έργο Τέχνης, αλλά έπρεπε να συνηθίσω τον ίδιο πρώτα. Κάθε τι πάνω του ήταν σε γερή δόση. Από τις χειρονομίες του, τις ατάκες του, τις ιστορίες του, τις πράξεις του. «Ακόμα και ψέμα να πεις, φρόντισε να είναι μεγάλο», μου είχε πει.

iolas5

«Αχ, αυτοί οι Έλληνες»!

Ήξερε καλά αυτή την ιδιαίτερη φόρμουλα ασχήμιας στην οποία ήταν αναγκασμένος να ζει ο Έλληνας! «Μια γκρίζα ατμόσφαιρα απειλεί ό, τι φωτεινό πάει να προκύψει. Πλούσιος είναι ο άνθρωπος που αψηφάει τους κινδύνους. Αυτός που πάει κόντρα… Αυτός που χαστουκίζει τα αγελαία ένστικτα, τις αγελαίες συμπεριφορές.».

Ήταν μια περιπέτεια ζωής η γνωριμία μου με τον Αλέξανδρο Ιόλα -η οποία με ακολουθεί, με έχει στιγματίσει, αλλά δε θέλω να ξέρω. Είμαι τόσο μεθυσμένος από το κοκτέιλ της τέχνης στην οποία με μύησε. Προτιμώ την ωραία αφροσύνη της παρά τον υπολογισμό. Να εξηγηθώ: Θα υπάρξουν σχολαστικοί που θα πουν τη δική τους λέξη. Θα υπάρξουν θεωρητικοί που θα σκιρτήσουν και επιμελητές τέχνης που θα σκαρφιστούν. Αδιαφορώ. Όπως αδιαφόρησαν όλοι τους, καλλιτέχνες, πολιτικοί και άνθρωποι της τέχνης. Ανάθεμά τους! Όταν ο ίδιος αψήφησε έναν Χίτλερ, παίρνοντας μαζί του στην Αμερική την τέχνη των Σουρεαλιστών φίλων του, επιβάλλοντάς τους, ποιος θα υπολογίσει τους μικρούς καθημερινούς Χιτλερίσκους οι οποίοι τον τσάκισαν; Έζησε. Ένοιωσε. Ερωτεύτηκε. Τσαλαπατήθηκε. Τιμήθηκε. Αναγνωρίστηκε. Τι διάολο θέλουν δηλαδή για να πεισθούν; Όταν ξεκινάς ως χορευτής για να γευθείς τον κόσμο και επιβάλεις θεατρικά τον πρωταγωνιστικό σου ρόλο στον κόσμο της Σύγχρονης Τέχνης, σε ανταμείβει η εποχή σου. Ποτέ οι φίλοι σου, ακόμη περισσότερο οι εχθροί σου. «Ζωή χωρίς εχθρούς δεν έχει μυστήριο». Όπως και στη ζωή του Αλέξανδρου Ιόλα. Δεν εξιχνιάζεται αλλά αφήνεσαι να σε μαγέψει! Αργά την νύχτα, ίσως να ‘ταν κιόλας πέντε το πρωί της 19ης Ιανουαρίου 1985, ο Ιόλας με πήρε ιδιαίτερα ανήσυχος στο τηλέφωνο: -«Με πήραν δυο φορές τηλέφωνο και με απείλησαν να με σκοτώσουν αν δεν φύγω από την Ελλάδα. Νίκο ανησυχώ!» Ντύθηκα και πήγα στην Αγία Παρασκευή. Με περίμενε στην πόρτα να μου ανοίξει, για να μην ξυπνήσει η οικονόμος του, η Σούλα. Η συμπεριφορά του μέρα με την μέρα άλλαζε. Παρατηρούσα ότι πλέον στη ζωή του –φαινόταν και στα μάτια του- διαγράφονταν ένα δράμα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο από το να προσπαθώ να τον ηρεμήσω κάθε φορά που για ποικίλες αιτίες προσπαθούσαν να τον φθείρουν . Ήξερα καλά ότι η συνεχής παρουσία μου ως «βιογράφου» ασκούσε αδιάλειπτη επίδραση πάνω του κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ωστόσο, ήμουν υποχρεωμένος να τελειώσω κάποτε αυτή την εργασία την οποία μου είχε αναθέσει. Μόνο που, για κάποια άγνωστη αιτία, ήθελε είκοσι πέντε χρόνια από το θάνατό του να πραγματοποιηθεί η έκδοση. -«Άσε να πεθάνω πρώτα, ίσως τότε. Δε ξέρω, φοβάμαι» Γνώριζα πια ότι μόνο με τις αναμνήσεις του μπορούσε να ξεχάσει το οδυνηρό παρόν που ζούσε. -«Πάμε να πιούμε ένα καφέ, να ηρεμήσετε λίγο. Έχει αρχίσει απλώς ένας πόλεμος φθοράς. Δεν είστε άλλωστε τυχαίος». Στην κουζίνα η Σούλα είχε ξυπνήσει, είχε ανάψει τα φώτα και μας περίμενε έχοντας ήδη ετοιμάσει καφέ. -«Σας άκουσα που βγήκατε στον κήπο και σηκώθηκα», είπε στον Ιόλα πριν ακόμη της πει οτιδήποτε. Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας υπήρχαν λευκά χαρτιά, στυλό και ένα άλμπουμ με φωτογραφίες που είχα ζητήσει από τη Σούλα να ψάξει και να βρει. Λες και όλα ήταν προετοιμασμένα -κι ας ήταν τόσο νωρίς το πρωί.

Το μυθικό σπίτι στην Αγία Παρασκευή

-«Πως ξεκίνησε το σπίτι εδώ;» ρώτησα τον Ιόλα. -« Στην αρχή ήταν ένα δωμάτιο και μια σάλα για τα έργα Τέχνης. Επιστάτης ήταν ο γέρος πια πατέρας μου και ο αδερφός μου ο Δημήτρης, ο οποίος πέθανε πολύ νέος από καρδιά. Ο Παύλος Μεντζελόπουλος, ο ζωγράφος, αντικατέστησε τον Πικιώνη, ο οποίος έκανε τα αρχικά σχέδια και το πλακόστρωτο. Είχα φέρει τις κολώνες από τη Ραβένα, το λιοντάρι και τον κριό από την Άνω Ιταλία. -Το αγαπήσατε πολύ αυτό το σπίτι. -Αγάπησα πολύ αυτό το μέρος, στο οποίο ονειρευόμουν να φτιάξω για την Ελλάδα ένα από τα λίγα μουσεία Σύγχρονης Τέχνης .Σιγά- σιγά έφτιαξα το δρόμο. Έδωσα ένα κομμάτι από το οικόπεδό μου και έγινε επιτέλους ο δρόμος αυτός. Ερχόμουν τακτικά στην Ελλάδα για να βλέπω αν προχωρά το σπίτι. Ύστερα τη δεκαετία του 70 είχα και τη συνεργασία μου με τον Τάσο Ζουμπουλάκη. -Ερχόσασταν τακτικά στην Ελλάδα; Για πόσο καιρό; -Δεν καθόμουν πολύ. Θυμάμαι ότι μια φορά είχα έρθει με τον Νουρέγιεφ στην Αγία Παρασκευή και κανείς δεν τον γνώριζε.

Στο εσωτερικό του σπιτιού, πάνω από μια δεκαετία ο Αλέξανδρος Ιόλας έστηνε το προσωπικό του στοίχημα. Όλοι οι τοίχοι και τα πατώματα, ήταν από λευκό Πεντελικό μάρμαρο. Οι κουρτίνες ήταν τοποθετημένες μέσα σε κορνίζες, ντυμένες από Λυονέζικο μετάξι. Βασιλικά έπιπλα και αρχαιοελληνικά αγγεία, βρίσκονταν σε κάθε γωνιά του σπιτιού και συνδυάζονταν με έργα Σουρεαλιστών και Σύγχρονων καλλιτεχνών με τους οποίους συνεργάστηκε. Η Αιγυπτιακή του συλλογή αποτελούσε το καύχημά του. Δίπλα στα κομμάτια των αρχαίων πολιτισμών, έργα Τέχνης από την Πολυνησία, τη Μεγανησία τη Νέα Κίνα και τη Νέα Γουινέα, έδιναν ένα κοσμοπολίτικο αέρα στη συλλογή, η οποία βρισκόταν σε μια ταπεινή γειτονιά της Αττικής. Ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Παύλος Καλατζόπουλος, έκαναν τις αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις του ανακτόρου. Αργότερα ασχολήθηκε με το σπίτι ο αρχιτέκτονας Μανώλης Καραντινός . Ήταν παντού στολισμένο με αγάλματα από την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Συρία. Οι πόρτες του σπιτιού ήταν σκαλισμένες σε μπρούτζο από τον ζωγράφο Γιάννη Καρδαμάτη και περασμένες με φύλλα χρυσού. Στη είσοδο του σπιτιού, δύο κολώνες με έναν κριό και ένα λιοντάρι, από την Ραβέννα, προετοίμαζαν τον επισκέπτη για κάτι το ξεχωριστό. «Το θυμάμαι σαν τώρα που είπα στον Πικιώνη «θα μου χτίσεις το σπίτι στην Αγία Παρασκευή». Τότε έχτιζε το σπίτι του Μπάμπη Ποταμιάνου στη Φιλοθέη. Τον αγαπούσε τόσο πολύ ο Ποταμιάνος τον Πικιώνη που τον πρότεινε να φτιάξει τα λιθόστρωτα στην Ακρόπολη και στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη. Πρώτα δεν ήταν έτσι η Ακρόπολη. Ήταν ένας βράχος και για να τον δεις ανέβαινες άλλα βράχια. Θυμάμαι τον Πικιώνη να μιλάει κυριολεκτικά με τις πέτρες. Μισή ώρα, μια ώρα για να τοποθετήσει στη γη μια πέτρα. Έφυγα πίσω στην Ευρώπη και θυμάμαι ότι με έπαιρνε τηλέφωνο ο πατέρας μου και μου έλεγε «βρε παιδί μου αυτός ο άνθρωπος θα σε καταστρέψει. Κάθεται και μιλάει με τις πέτρες». «Αφήστε τον τους έλεγα να κάνει ότι θέλει».

-Οι πρώτοι σας γείτονες; -«Θυμάμαι τον πρώτο γείτονα που γνώρισα. Ήταν ο Μιχάλης η «κουφή». Τη πρώτη φορά που τον είδα τον ρώτησα «πως σε λένε»; -«Μίλα μου πιο δυνατά», μου απάντησε, «είμαι κουφή». Έλεγε μάλιστα καταπληκτικά τον καφέ. Ερχόταν κάθε μέρα εδώ και μου έφτιαχνε τον καφέ και μετά μου έλεγε το φλιτζάνι. Ένα βράδυ που είχα καλεσμένους σε δείπνο διάφορους ξένους τιτλούχους και την Παλόμα Πικάσο μαζί, χρειάστηκε οπωσδήποτε μια κυρία να συμπληρώσει το τραπέζι. Στην πολύ βιαστική πρόσκληση καμία από τις γνωστές μου δε μπορούσε ν’ ανταποκριθεί. Και τότε έντυσα με ένα βαρύτιμο φόρεμα το φτωχό, θεόκουφο Μιχάλη, ο οποίος την ίδια μέρα μου είχε πει στον καφέ πως πέθανε ο ζωγράφος Max Ernst πριν δώσουν την είδηση τα τηλέτυπα των ξένων πρακτορείων. Του έβαλα κι ένα κολιέ και σκουλαρίκια και τον έκανα να μοιάζει με κάποια από αυτές τις δαιμονικές γριές αρχόντισσες του Goya. “The duchess of Agrinion”, τον σύστησα. Και κανείς δεν αμφισβήτησε την υψηλή καταγωγή του και την αξιοπρέπεια του έτσι όπως καθόταν αμίλητος στο τραπέζι. -«Φοβάστε Ιόλα»; τον ρώτησα όταν το είδα πρωί λίγες μέρες μετά , να προχωρά σκυφτός στους κήπους του. Δε με είχε δει! Ξαφνιάστηκε. -«Τους ανθρώπους και μόνο αυτούς πρέπει να φοβάσαι πάντοτε»! Είχε απόλυτο δίκιο.

iolas4

Ο πόλεμος εναντίον του

«Οι εφημερίδες στο σύνολό τους, άρχισαν να τον ειρωνεύονται, να τον κατηγορούν για ανύπαρκτα πράγματα. Εκείνος να έχει τόσο μεγάλα σχέδια στο μυαλό του. Πόσο θα βαστούσε η μανία των δημοσιογράφων και των λαϊκιστών του ΠΑ.ΣΟ.Κ εναντίον του; Πόσα χρόνια μπορούσε να βαστάξει αυτό το πρωτοφανές κράξιμο; Είχαν προηγηθεί «καταγγελίες» του τραβεστί Μαρία Κάλλας εναντίον του Ιόλα για αρχαιοκαπηλία, πορνεία, και χρήση ναρκωτικών. Αόριστες καταγγελίες ενός αλκοολικού, τον οποίο μάζεψε ο Ιόλας, όταν ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης τον άφησε στον δρόμο. Και τον οποίο έδιωξε όταν παρατηρήθηκαν σημαντικές κλοπές στη συλλογή και στο σπίτι, τις οποίες αποδείχτηκε ότι της είχε κάνει ο ίδιος. Τα δημοσιεύματα ήταν συνεχή. «Μέχρι να πεθάνω θα βρίζουνε», ψέλλιζε οργισμένος, λέγοντας μου ότι ο Τύπος παίρνει στα σοβαρά τις γελοιότητες ενός τραβεστί. Ήταν όμως ό, τι καλύτερο είχε συμβεί στον κόσμο της κίτρινης δημοσιογραφίας. Ένας τραβεστί κατηγορεί έναν μαικήνα της τέχνης, για αρχαιοκαπηλία, όργια σεξουαλικά με μικρά παιδιά και ναρκωτικά! Είχε στηθεί το παραμύθι. -«Κωλοράτσα» ψέλλισε. -«Όχι, Ιόλα, δεν έχετε δίκιο. Δε φταίει η ράτσα…». -«Αυτή φταίει. Σ’ αυτήν απευθύνομαι. Τελειώνει αυτή η ράτσα. Σε λίγο δε θα υπάρχει!» -«Είστε υπερβολικός, αλλά σας καταλαβαίνω.» Δεν υπήρχε επώνυμος δημοσιογράφος που να μην «στόλισε» κατάλληλα τον Αλέξανδρο Ιόλα. -«Nα καταλάβεις καλύτερα όλους αυτούς τους φτωχούς, ταλαιπωρημένους ανθρώπους, οι οποίοι πιστεύουν σε ανύπαρκτους πολιτικούς και ψωριασμένους δημοσιογράφους ; Να καταλάβεις καλύτερα όλους αυτούς τους μάγκες, που δεν σέβονται κανένα; Βρίζουν στο δρόμο, φτύνουν όπου βρουν. Είναι μοχθηροί οι Έλληνες. Έχουν δρόμους βρώμικους, τα πετάνε όλα κάτω. Έτσι όμως τους μαθαίνουν. Αυτά τους δίνουν να διαβάσουν. Είναι βιασμένοι. Είναι ληστεμένοι, συγχυσμένοι. Μια ζωή υποταγμένοι στο μόχθο, στα κόμματα και στους πολιτικούς τους. Να καταλάβεις όμως. Να κοιτάξεις γύρω σου σοβαρά. Να κοιτάξεις καλά! Να καταλάβεις πως ένας υπέροχος λαός καταντάει στα χάλια που είναι σήμερα». Τον ένοιωθα. Ένοιωθα τη συκοφαντία να μου διαπερνά τα κόκαλα. Όλοι οι φίλοι άρχιζαν να εξαφανίζονται. Φίλοι, καλλιτέχνες. Όλοι λάκιζαν. Ντροπή. Γι’ αυτό τον ένοιωθα.

Το άδοξο τέλος

Πέντε μήνες πριν από τον θάνατό του, ο Ιόλας έδωσε το παρών στον13ο τακτικό ανακριτή για την υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Οκτώ χοντρόδετα ντοσιέ αποδείκνυαν την προέλευση όλων των αντικειμένων. Ο ανακριτής τον διαβεβαίωσε ότι θεωρούσε την υπόθεση λήξασα και ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να αποκαταστήσει το όνομά του στον Τύπο. Ουσιαστικά, ήταν σαν να είχε επαναπατρίσει 2.500 αρχαία.

Ο Ιόλας μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη ως ασθενής με AIDS. Η αδελφή του Νίκη διορίστηκε διαχειρίστρια της περιουσίας του. Οι γείτονες έβλεπαν τα φορτηγά να φορτώνουν μεγάλα κιβώτια. Μέσα στο σπίτι, το πλιάτσικο θύμιζε εκείνο της Μαντάμ Ορτάνς στον Ζορμπά. Άνθρωποι της αυλής του και η Νίκη τραβούσαν από τα χέρια ο ένας του άλλου χαλιά, ρούχα, έπιπλα Αναφέρθηκαν διαρρήξεις. Τόσο η συλλογή όσο και η γκαρνταρόμπα του λεηλατήθηκαν. Τα αρχαία φυγαδεύονταν στο απέναντι σπίτι και κούτες έφευγαν ως οικοσκευή με προορισμό την κόρη της Σύλβια ντε Κουέβας στην Αμερική. Φυσικά, προτού τεθεί θέμα φόρου κληρονομιάς. Κάποιες κατασχέθηκαν στην αποθήκη της μεταφορικής εταιρείας. Ο βιογράφος του Νίκος Σταθούλης λέει: «Θεωρώ ηθικό αυτουργό τον Φώτη Κουβέλη, ο οποίος, ως πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, είχε οριστεί μεσεγγυούχος της περιουσίας και δεν έκανε τίποτα να την προστατεύσει».

Ο Ιόλας απεβίωσε στις 8 Ιουνίου 1987. Το μεγάλο ερωτηματικό παραμένει. Τι απέγιναν τα 10.000 έργα τέχνης; Σε ποιων τα χέρια κατέληξαν; Η πολιτεία είχε κάνει ότι μπορούσε για να χάσει τη δωρεά. Η χώρα που είχε λατρέψει και στην οποία δώριζε τη συλλογή-έργο ζωής του για να δημιουργηθεί ένα κέντρο τέχνης είχε σχεδόν εκδικητικά αρνηθεί να πραγματοποιήσει το όραμά του.

Ποιος ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας

Αλεξανδρινός, άφησε στα δεκαοκτώ του, το 1926, την οικογένειά του, παίρνοντας μαζί του δέκα χρυσές λύρες, τρεις συστατικές επιστολές του Κωνσταντίνου Καβάφη (για τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Μητρόπουλο), μια υπέρμετρη φιλοδοξία και όνειρα μεγαλείου. Τι ήθελε να γίνει δεν ήξερε πραγματικά: πιανίστας ίσως ή χορευτής. Η δεσποτική του γιαγιά τού είχε πει: «Πήγαινε στη Γερμανία ή τη Γαλλία, ποτέ στην Ελλάδα». Το ένστικτό της για την πατρίδα θα επαληθευόταν μισό αιώνα αργότερα. Όμως, ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήθελε ν’ αποδράσει και ν’ ανοίξει τα φτερά του για να πετάξει όσο πιο μακριά γινόταν. Οι απόπειρες του πατέρα του να τον φέρει πίσω και να γίνει βαμβακέμπορος δεν καρποφόρησαν. Συναναστρεφόταν την Κοτοπούλη, ο Σικελιανός τον προετοίμαζε για τις Δελφικές Γιορτές και η Νέλλη Σεραϊδάρη τον φωτογράφιζε να χορεύει στον Παρθενώνα. Αλλά σύντομα θ’ αποδρούσε ακόμα πιο μακριά. Έτσι βρέθηκε στο Βερολίνο, αυτήν τη φορά με μια επιστολή του Δημήτρη Μητρόπουλου προς τον σκηνογράφο της όπερας Πάνο Αραβαντινό.

Ευφυής, πανέμορφος, ταλαντούχος, κοσμοπολίτης, δεν χρειάστηκε πολύ για ν’ αναδειχτεί. Από την πρώτη στιγμή θριάμβευσε ως πρώτος χορευτής, απολαμβάνοντας συγχρόνως όλη εκείνη την τρέλα και την ελευθεριότητα του Μεσοπολέμου. Η άνοδος του ναζισμού τον ανάγκασε να φύγει για το Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε με τον Πωλ Βαλερύ, ο οποίος τον επηρέασε καθοριστικά στον τρόπο σκέψης του, αλλά και με τον Αντρέ Μπρετόν, τον θεωρητικό του σουρεαλισμού. Αναπόφευκτα, ήρθε σε επαφή με την τέχνη και τον μοντερνισμό. Μια μέρα του 1931, περνώντας έξω από μια γκαλερί, έμεινε άφωνος μπροστά σε έναν πίνακα του Ντε Κίρικο. Μπήκε μέσα, έδωσε μια μικρή προκαταβολή και τον ξόφλησε πέντε χρόνια μετά! Μαζί με το έργο κέρδισε και τη φιλία του Ιταλού ζωγράφου, με τον οποίο εντρύφησε στον κόσμο του πνεύματος. Έτσι, άρχισε να γνωρίζει τους πάντες. Τον Ραούλ Ντιφί, που του έκανε το πορτρέτο, τον Κοκτώ, τον Πικάσο, τον Μπρακ, τον Μαν Ρέι και τον Μαξ Ερνστ.

Το 1940 συνδέθηκε με τη Θεοδώρα Ρούσβελτ, εγγονή του Αμερικανού Προέδρου. Είναι αυτή η οποία τον «βάφτισε» Αλέξανδρο Ιόλα. Έστησαν ένα μπαλέτο κι έφυγαν για περιοδεία στη Βραζιλία. Έμειναν μαζί μέχρι το 1943, λίγο πριν αποφασίσει να εγκαταλείψει τον χορό. Με τη βοήθεια της δούκισσας Μαρία ντε Γκραμόν άνοιξε το 1946 την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη, όπου παρουσίασε ατομικές εκθέσεις του Ρενέ Μαγκρίτ και του Μαξ Ερνστ. Το 1952 «ανακάλυψε» τον Άντι Γουόρχολ, κάνοντάς του την πρώτη έκθεση, μια σειρά εικονογραφήσεων διηγημάτων του Τρούμαν Καπότε. Η πορεία του έκτοτε ήταν μόνο ανοδική! Άνοιγε τη μία γκαλερί μετά την άλλη, ξεκινώντας με τη Γενεύη και μετά σε Παρίσι, Λονδίνο, Μιλάνο, Μαδρίτη, Βυρηττός. Έζησε μυθιστορηματικά, ασκώντας τεράστια επιρροή στη σύγχρονη τέχνη.

Η παράσταση «ALEXANDROS IOLAS»

Ο Αλέξανδρος Ιόλας «ζωντανεύει» στις 29 Μαΐου ως την 1η Ιουνίου στο σπίτι του Ιόλα στην Αγία Παρασκευή με μια παράσταση που έγραψε ο Χριστόφορος Αντωνιάδης, βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Σταθούλη (εκδόσεις «Οδός Πανός». Ο Αντωνιάδης σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί για να μας γνωρίσει τον άνθρωπο που σημάδεψε τον χώρο της Τέχνης για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες.

Το ιστορικό της βίλας Ιόλα

1987: Ο Αλέξανδρος Ιόλας πεθαίνει και το κτήμα με τη βίλα περιέρχονται στην κατοχή της αδελφής του, Νίκης Στάιφελ.

1994: Η μάχη για την προστασία από τον Δήμο Αγίας Παρασκευής ξεκινά, με τη εγκατάσταση λουκέτου στην είσοδο του κτήματος.

1996: Το κτήμα πωλείται στον μεγάλο κατασκευαστή Σπύρο Γεωργίου προς 500 εκατομμύρια δραχμές, όπως και το διπλανό που ανήκε στη Στάιφελ.

1998: Η βίλα χαρακτηρίζεται διατηρητέο ιστορικό μνημείο.

2000: Το σύνολο της έκτασης χαρακτηρίζεται βάσει Προεδρικού Διατάγματος «Κέντρο Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων». Υπεύθυνοι για την δημοσίευση και εκτέλεση του Διατάγματος είναι το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Η αξία του ακινήτου προσδιορίζεται στο 1 δισ. και 800 εκ. δραχμές. Ο Δήμος Αγ. Παρασκευής προτίθεται να εξαγοράσει το ακίνητο από τον ιδιοκτήτη Γεωργίου με δάνειο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η διαδικασία παγώνει.

2002: Το κτήμα κηρύσσεται απαλλοτριωτέο. Με κοινή απόφαση των υπουργείων Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, ΥΠΕΧΩΔΕ και Πολιτισμού ανακοινώνεται η αναγκαστική απαλλοτρίωσή του για τις ανάγκες της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Μέσα στο κλίμα της πολιτιστικής ανανέωσης που συνοδεύει την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, μπορεί να μετατραπεί σε μουσείο σύγχρονης τέχνης ή πολιτιστικό κέντρο. Αλλά τελικά οι διαπραγματεύσεις με τον φερόμενο ως ιδιοκτήτη της βίλας δεν καρποφορούν.

2004: Η απόφαση για απαλλοτρίωση ανακαλείται. Επιδικάζεται στον ιδιοκτήτη του ακινήτου Ιόλα, Σπύρο Γεωργίου, αποζημίωση ύψους 9,5 εκατομμυρίων ευρώ, ωστόσο, μέσω του δικηγόρου του δέχτηκε ρύθμιση στα 5 εκατομμύρια ευρώ. Το υπουργείο Πολιτισμού παρέχει πίστωση 2,5 εκατομμυρίων, ενώ γίνονται προσπάθειες να βρεθούν και τα υπόλοιπα. Η αναπληρώτρια υπουργός Πολιτισμού, Φάνη Πάλλη-Πετραλιά, έχει ζητήσει από τον Μάιο αύξηση πίστωσης για την απαλλοτρίωση του χώρου από το υπουργείο Οικονομίας.

2007: Το υπουργείο Πολιτισμού εγκρίνει εκ νέου την απευθείας αγορά ή αναγκαστική απαλλοτρίωση του κτήματος, με στόχο την «προστασία, προβολή και ανάδειξη του μνημείου».

2008: Το ποσό που ζητά από το Δημόσιο ο κατασκευαστής ανέρχεται στα 12 εκατ. ευρώ. Μέσα στο σπίτι υπήρχαν 10.000 έργα τέχνης. 2.500 ήταν αρχαιότητες. Όλα κλάπηκαν και το σπίτι λεηλατήθηκε.

Ρεπορτάζ: Μαρία Πανάγου

amarysia.gr
Νεότερη Παλαιότερη