Υπήρξε η προσωποποίηση της φτώχειας, του πόνου, της αδικίας αλλά και της δύναμης, της υπομονής και της τιμιότητας. Ήταν και θα παραμείνει ες αεί, το αγαπημένο «παιδί του λαού» που εξέφρασε μέσα από τους κινηματογραφικούς του ρόλους και τα τραγούδια του τα βάσανα εκατομμυρίων ανθρώπων που αναγνώρισαν στο πρόσωπό του έναν απ’ αυτούς. Γι’ αυτό και τον λάτρεψαν και τον έβαλαν στην καρδιά τους και κράτησαν ζωντανή την εικόνα του καθιερώνοντάς τον ως έναν από τους πλέον δημοφιλείς κινηματογραφικούς ήρωες όλων των εποχών.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια των γιορτών βρισκόταν στην κλινική, έχοντας διαρκώς στο πλευρό του τα μέλη της οικογένειάς του.
«Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να 'μουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σα να 'μουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω. Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα. Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα», που κυκλοφόρησε, το 2005, από τις εκδόσεις «Άγκυρα».
Κι όμως αποδείχτηκε τελικά πως προορισμός του ήταν οι δραματικοί ρόλοι. Σε αυτούς διακρίθηκε πρωταγωνιστώντας, επί χρόνια, σε μια σειρά επιτυχημένων ταινιών όπως οι «Αγάπησα και πόνεσα », «Είναι μεγάλος ο Καημός», «Ο Ζητιάνος μιας Αγάπης», «Απόκληροι της Κοινωνίας», «Καρδιά μου πάψε να πονάς», «Με Πόνο και με Δάκρυα», «Η Οδύσσεια ενός Ξεριζωμένου», «Γιακουμής μια Ρωμαίικη Καρδιά» κ.α.
Κι όμως, παρά την μεγάλη, τη σαρωτική επιτυχία, παρέμεινε ταπεινός, προσγειωμένος στη γη. «Πολλές φορές έπαιρνα το λεωφορείο - αυτοκίνητο δεν είχα ακόμη- και πήγαινα στο Μαρούσι κι από τη στάση, με ψιλόβροχο, περπατούσα μέχρι το στούντιο για να μην ξεχνιέμαι, να είμαι κοντά στον κόσμο, μέσα στον κόσμο, να βλέπω τι τραβάει, πώς περνάει. Έλεγα στον εαυτό μου, περπάτα κερατά, για να μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα και να θυμάσαι πάντα ότι αξιώθηκες, εσύ, ο γιος του κυρ Παναγιώτη του τσαγκάρη, να δεις αγάπες και χαρές που δεν τις έβαζε ο νους σου, και που δεν ξέρουμε σε τελευταία ανάλυση αν τις άξιζες κιόλας» διηγούνταν ο ίδιος.
Η αυτοβιογραφία του, τού έδωσε την ευκαιρία να αποκαλύψει το αληθινό του πρόσωπο, όλα όσα έκρυβε βαθιά μέσα στην ψυχή του, «σαν εξομολόγησε σε στον πνευματικό του», όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο ίδιος. Γιατί, κακά τα ψέματα, ο πολύς κόσμος είχε ταυτίσει τον Ξανθόπουλο με τον βαρύ, μονίμως λυπημένο άνδρα που υποδυόταν στις ταινίες. Κι όμως, στην πραγματική του ζωή, δεν ήταν αυτός ο άνδρας: «Δεν με ξέρετε, κανένας δεν με ξέρει. Η εικόνα μου δεν είναι αυτή που δημιούργησαν, ίσως να φταίω κι εγώ που δεν αντιδρώ, δεν μιλάω. Η καλή μου η Ελένη Ζαφειρίου, που έκανε τη μάνα μου στις ταινίες, μου «λεγε, "Χαμογέλα, βρε. Ενώ είσαι τόσο καλό παιδί, έτσι που σε βλέπουν μουτρωμένο, βάζουν χίλια δυο στο μυαλό τους. Μην αδικείς ο ίδιος τον εαυτό σου».